Το Μυστικό του κάστρου
Όλα έδειχναν ήσυχα στο σπίτι της Μπέττυς και του Ηλία μέχρι τη στιγμή που η Μπέττυ φώναξε στον αδερφό της:
-Ηλία τι ώρα είναι; Πρέπει να πάμε στο σπίτι του Κωστή. Θα είναι ο Ροίκος με τη Γωγώ εκεί.
-Η ώρα είναι 5:30 μ.μ. Μόλις που προλαβαίνουμε να φτάσουμε στην ώρα μας. Είσαι έτοιμη για να φύγουμε;
-Ναι, πάμε.
Κατέβηκαν γρήγορα τις σκάλες, άνοιξαν την πόρτα και ήταν έτοιμοι να φύγουν μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε η φωνή της μητέρας τους:
-Πού πάτε πάλι; Μόλις τελείωσε το σχολείο κι εσείς αρχίσατε τις βόλτες;
-Πάμε στον Κωστή, μαμά, της εξήγησε ο Ηλίας.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και ένιωσε τη Μπέττυ να τον τραβάει από το χέρι. Βγήκαν από το σπίτι και άρχισαν να τρέχουν για να προλάβουν. Φυσικά, μαζί μ’ αυτούς, έτρεχε και ο Ιβάν, ο σκύλος της Μπέττυς. Μόλις έφτασαν στο σπίτι του Κωστή, πήγαν στην αποθήκη, που ο Κωστής είχε μετατρέψει σε δωμάτιο.
-Πώς και δεν αργήσατε σήμερα; τους πείραξε ο Κωστής.
Η Μπέττυ γέλασε και έκατσε δίπλα στη Γωγώ.
-Λοιπόν, πότε θα πάμε στο κάστρο και πόσο θα μείνουμε; ρώτησε η Γωγώ.
-Θα πάμε μεθαύριο και θα μείνουμε όλο το καλοκαίρι, της απάντησε ο Ηλίας.
-Δεν είναι πολύς καιρός; ξαναρώτησε η Γωγώ
-Όχι, της απάντησε ο Ηλίας. Δίπλα από το κάστρο υπάρχει ένα σπίτι. Εκεί θα μείνουμε. Η συζήτηση συνεχίστηκε μέχρι αργά.
-Είναι ώρα να πηγαίνουμε σπίτι, είπε ο Ροίκος στη Γωγώ.
-Το ίδιο και εμείς, είπε η Μπέττυ.
Ο Κωστής τότε τους είπε:
-Αύριο το βράδυ όμως θα κοιμηθείτε εδώ για να φύγουμε νωρίς το πρωί.
Τον χαιρέτησαν κι έφυγαν…
Το πρωί, μόλις ξύπνησαν, ετοίμασαν φαγητό, ρούχα και ξεκίνησαν για το σπίτι του Κωστή. Συζήτησαν και έπεσαν για ύπνο.
Την άλλη μέρα ξεκίνησαν νωρίς το πρωί. Θα πήγαιναν με τα ποδήλατα, αλλά ο πατέρας του Κωστή τους άφησε να πάρουν το τζιπ. Στο δρόμο η Μπέττυ είπε:
-Ουφ! Ας σταματήσουμε λίγο να φάμε κάτι και να ξεκουραστούμε.
Σταμάτησαν και κατέβηκαν. Έφαγαν τα σάντουιτς, ξεκουράστηκαν και ξαναξεκίνησαν. Μετά από λίγο έφτασαν στο σπιτάκι μα πριν καλά καλά μπούνε μέσα, η Μπέττυ τους φώναξε για να τους πει τι δουλειά θα κάνει ο καθένας. Άρχισαν να δουλεύουν. Το βράδυ, μόλις τελείωσαν, η Γωγώ είχε ετοιμάσει ένα φαγητό που άρεσε σε όλους. Ο Ηλίας είπε για την εξερεύνηση:
-Πρέπει να είμαστε καλά ετοιμασμένοι. Δεν ξέρουμε τι θα αντιμετωπίσουμε. Οι πόρτες του κάστρου είναι σφραγισμένες εδώ και 600 περίπου χρόνια. Μετά ξάπλωσαν και κοιμήθηκαν. Το πρωί σηκώθηκαν και έφτιαξαν σάντουιτς και ξεκίνησαν. Μόλις έφτασαν, άνοιξαν την πόρτα με τη βοήθεια ενός κλειδιού που είχε η προγιαγιά της Μπέττυς και του Ηλία και το είχε δώσει στη Μπέττυ. Μπήκαν μέσα. Τότε θυμήθηκαν το θρύλο που έλεγε πως ο βασιλιάς πέθανε πάνω στο θρόνο του χωρίς να συγχωρεθεί αυτός από εκείνους. Από τότε το φάντασμα του πηγαινοέρχεται στο κάστρο μέχρι που μία αγνή ψυχή, ένας απόγονος να τον ελευθερώσει. Μπήκα μέσα. Στο διάδρομο υπήρχαν σιδερένιες πανοπλίες και κάδρα προγόνων του βασιλιά. Ανέβηκαν τη μεγάλη ξύλινη σκάλα. Εκεί ήταν τα υπνοδωμάτια Μέσα σ΄ αυτά υπήρχαν μεγάλα κρεβάτια, ξύλινα τραπέζια και ντουλάπες, κάδρα και άλλα προσωπικά αντικείμενα. Αργότερα, πήγαν στην τραπεζαρία. Ήταν ξυλόγλυπτη, δεμένη με χρυσό. Το ίδιο και οι καρέκλες. Στο υπόγειο πήγαν μόνο τα αγόρια και είδαν ανθρώπινους σκελετούς και ποντίκια. Τα κορίτσια πήγαν στην κουζίνα. Εκεί είδαν τα μαγειρικά σκεύη που χρησιμοποιούσαν τότε οι άνθρωποι. Δε διέφεραν πολύ από τα σημερινά. Η ώρα πέρασε. Ήταν αργά. Έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Στο σπίτι έκατσαν όλοι μαζί και έφαγαν. Έπειτα συζήτησαν για τα όσα είδαν. Σε όλους άρεσε το κάστρο και χαίρονταν επειδή θα περνούσαν εκεί το καλοκαίρι τους.. αμέσως μετά , ξάπλωσαν να κοιμηθούν . την επόμενη μέρα ξεκίνησαν πολύ πρωί για το κάστρο . Έφτασαν . Άνοιξαν την πόρτα , μπήκαν μέσα . Κατευθύνθηκαν αμέσως στην αίθουσα του θρόνου . Ο θρύλος έλεγε πως μόλις η πόρτα από την αίθουσα του θρόνου άνοιγε από έναν απόγονο , θα γύριζαν τότε όλα πίσω . Ένα μήνα πριν το θάνατο του βασιλιά . Ο απόγονος θα έπρεπε να κάνει το βασιλιά αυτό να αγαπήσει και να αγαπηθεί πραγματικά :πράγμα δύσκολο να γίνει μέσα σε ένα μήνα . Έφτασαν έξω από την αίθουσα του θρόνου . Κοιτούσαν συνέχεια την πόρτα . Δεν ήξεραν τι τους περίμενε εκεί μέσα .
-Καλή μας τύχη ! είπε ο Ροίκος , σίγουρα θα μας χρειαστεί . Άνοιξαν την πόρτα . Μπαίνοντας μέσα , αφού πρώτα είχαν κλείσει την πόρτα , ένιωσαν το χρόνο να γυρίζει πίσω . Μόλις σταμάτησε κατάλαβαν πως είχαν γυρίσει πίσω στο 1347 μ. χ. Για να μη διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους της εποχής εκείνης , φόρεσαν ρούχα εκείνης της εποχής . Δεν έχασαν καθόλου καιρό . Πήγαν αμέσως στο παλάτι για να μιλήσουν στο βασιλιά και τη βασίλισσα . Αυτοί , μετά από σκέψη , τους δέχτηκαν. Η βασίλισσα έδειχνε καλή . Όχι όμως και ο βασιλιάς . Πρώτη μίλησε η Μπέττυ :
-Βασιλιά μου , σε ένα μήνα θα πεθάνετε και γι’ αυτό θα πρέπει να αγαπήσετε το λαό και τους δικούς σας , αλλιώς …
-Αλλιώς τι ;
-Αλλιώς θα πεθάνετε και το φάντασμά σας θα περιπλανιέται για πάντα στο κάστρο.
-Μα ξέρεις τι λες;
-Ξέρει απάντησε ο Ροίκος. Αν δεν τους αγαπήσετε θα χαθείτε για πάντα στο χρόνο.
-Φυλακίστε τους, φώναξε ο βασιλιάς Οι φρουροί έπιασαν τη Μπέττυ και τον Ροίκο. Οι άλλοι κατάφεραν να ξεφύγουν. Τους έβαλαν σ’ ένα κελί.
-Φοβάμαι, ψέλισε η Μπέττυ.
-Μην ανησυχείς, προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Ροίκος.
-Τι θα γίνει τώρα;
-Μα φυσικά θα μας βγάλουν έξω οι φίλοι μας. Μην ανησυχείς. Στο ξαναλέω.
-Εντάξει.
Στο μεταξύ έξω από το κάστρο, τα παιδιά, δηλαδή ο Κωστής, ο Ηλίας και η Γωγώ, προσπαθούσαν να βρουν ένα σχέδιο για να βγάλουν τους φίλους τους από τη φυλακή.
-Το βρήκα, φώναξε η Γωγώ. Θα απασχολήσω τους φρουρούς κι εσείς θ’ ανοίξετε την πόρτα.
-Σίγουρα θα τα καταφέρεις; ρώτησε ο Ηλίας.
-Σίγουρα. Τους απάντησε.
-Εντάξει, ας πάμε, είπε ο Κωστής.
Ξεκίνησαν. Μπήκαν στο κάστρο και το σχέδιό τους πέτυχε. Κατάφεραν να τους ελευθερώσουν. Βγήκαν στο δρόμο φορώντας ρούχα της εποχής στην οποία βρίσκονταν. Ξαφνικά, αισθάνθηκαν όλα τα μάτια να είναι στραμμένα στη Μπέττυ. Παραξενεύτηκαν. Δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Για να λυθεί η απορία τους, ρώτησαν ένα περαστικό. Αυτός τους είπε πως η Μπέττυ έμοιαζε τρομερά με την κόρη του βασιλιά που είχε πεθάνει πριν δύο χρόνια. Ο βασιλιάς δεν το ξεπέρασε ποτέ… Αμέσως μια ιδέα τους ήρθε στο μυαλό. Ο Ηλίας είπε:
-Μπέττυ, θα προσποιηθείς την κόρη του βασιλιά και θα του ζητήσεις να γίνει καλός όπως ήταν πριν.
-Ηλία, ηρέμησε, του απάντησε εκείνη. Δεν ξέρω καν πως την έλεγαν, δεν έχω δικά της ρούχα να φορέσω…
-Μην ανησυχείς, είπε ο Κωστής. Όπως μπήκαμε μια φορά στο παλάτι, έτσι θα ξαναμπούμε. Θα βρούμε το δωμάτιο της και θα πάρουμε ότι χρειάζεται.
-Εντάξει, συμφώνησε η Μπέττυ. Εγώ θα μείνω εδώ με τη Γωγώ. Εσείς να πάρετε και τον Ιβάν μαζί σας. Εντάξει αδερφούλη;
-Ναι, της απάντησε ο Ηλίας.
Έτσι λοιπόν, την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησαν για το κάστρο. Έφεραν ότι ήταν απαραίτητο, ρούχα, παπούτσια κοσμήματα…
-Λοιπόν, ρώτησε η Μπέττυ, τα φέρατε;
-Ναι. Πήγαινε να ντυθείς. Θα σε περιμένουμε να σου πούμε τι να κάνεις. Εντάξει; είπε ο Κωστής.
-Εντάξει.
Ντύθηκε και βγήκε έξω.
-Πώς είμαι; ρώτησε.
Ο Ροίκος δεν έχασε λεπτό.
-Μπέττυ είσαι κουκλάρα, της είπε.
-Ευχαριστώ Ροίκο.
-Λοιπόν ας Ξεκινήσουμε, είπε η Μπέττυ.
-Ξέρεις τι θα κάνεις; ρώτησε ο Κωστής.
-Φυσικά, του απάντησε.
Εφασαν στο κάστρο και η Μπέττυ μπήκε στο δωμάτιο του βασιλέα. Ολοι της ευχήθηκαν καλή τύχη.
-Πατέρα, είπε με τρεμάμενη φωνή και ο βασιλέας πετάχτηκε αμάσως.
-Κόρη μου, είπε, Ελίζα μου! Και έτρεξε αμέσως να την αγκαλιάσει.
Εκείνη όμως, τον πρόφτασε και του είπε:
-Σταμάτα. Είμαι φάντασμα. Δεν μπορείς να με αγγίξεις, μα άκουσέ με.
-Ότι θέλεις.
-Θέλω να γίνεις καλός όπως ήσουν. Σε παρακαλώ, κάντο για μένα.
-Εντάξει παιδί μου.
-Πρέπει να φύγω τώρα, είπε και χωρίς ο βασιλιάς να προλάβει να πει λέξη, η πορτα άνοιξε και η Μπέττυ έφυγε.
Βγήκε έξω και οι φίλοι της, της είπαν πως ήταν υπέροχη. Την επόμενη κιόλας μέρα ο βασιλιάς έγινε καλύτερος και όλοι, μέσα σε λίγες μέρες τον αγάπησαν. Μετά , αυτός ο σκληρόκαρδος βασιλιάς που μαλάκωσε με τη βοήθεια της Μπέττυς, έφυγε από τον κοσμο.
Ετσι τα παιδιά βρέθηκαν στην αίθουσα του θρόνου στο κάστρο του 1999. Το πνεύμα του βασιλιά εμφανίστηκε μπροστά τους και είπε στη Μπέττυ:
-Μοιάζεις πολύ στην κόρη μου. Για μια στιγμή πίστεψα πως ήσουν αυτή. Εξαφανίστηκε…
Έτσι αυτή η περιπέτεια έφτασε στο τέλος της.
ΟΛΙΝΑ ΜΠΙΝΙΑΡΗ